υπερασπιστής

υπερασπιστής
ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ [ὑπερασπίζω]
αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής τής πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)
αρχ.
αυτός που κρατάει την ασπίδα προστατευτικά πάνω ή μπροστά από κάποιον, πρόμαχος, αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ κέρας σωτηρίας μου», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερασπιστής — one who holds a shield over masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερασπιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που υπερασπίζει, ο υπέρμαχος, ο πρόμαχος, ο προστάτης: Οι υπερασπιστές του φρουρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερασπισταῖς — ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπισταί — ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιστοῦ — ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιστῇ — ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιστήν — ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιστῶν — ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερασπιστά — ὑπερασπιστά̱ , ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc nom/voc/acc dual ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc voc sg ὑπερασπιστής one who holds a shield over masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”